-
1 Άγια των Αγίων
Άγια των Αγίων ταСвятая Святых –1) алтарь;2) Тело и Кровь ХристаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Άγια των Αγίων
-
2 άδυτο
άδυτο το / άδυτα ταсвятилище, алтарь;ΦΡ.τα άδυτα των αδύτων / το άδυτο των αδύτων — святая святых – внутренняя часть храма, куда входят только священнослужители, алтарь, см. Άγια των ΑγίωνЭтим.< α- (отриц. приставка) + δύω «приходить, ступать» -
3 άδυτα
άδυτο το / άδυτα ταсвятилище, алтарь;ΦΡ.τα άδυτα των αδύτων / το άδυτο των αδύτων — святая святых – внутренняя часть храма, куда входят только священнослужители, алтарь, см. Άγια των ΑγίωνЭтим.< α- (отриц. приставка) + δύω «приходить, ступать» -
4 άγιος
α, ο [ία, ον] 1.1) святой, священный; Αγία Γραφή священное писание; Αγία Τράπεζα алтарь; Άγιον Βήμα амвон; 2) просвещённый; 3) благочестивый, набожный; 4) очень худой, слабый; 2. (ο) святой; κάνω τον άγιο разыгрывать из себя святого, прикидываться святым; § τα άδγια των αγίων святая святых; τον έκανα άγιο я его умолял, молил
См. также в других словарях:
Άγια των Αγίων — Έτσι ονομάζεται στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, το τμήμα του ναού που βρίσκεται μέσα από το καταπέτασμα της σκηνής του μαρτυρίου και στο οποίο έμπαινε ο αρχιερέας μια φορά μόνο τον χρόνο για να προσφέρει εξιλαστήρια θυσία. Χωριζόταν από το… … Dictionary of Greek
Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν … Dictionary of Greek
Αγία Πετρούπολη — (Sankt Peterburg) . Πόλη (4.694.000 κάτ. το 2000), πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιοχής (85.900 τ. χλμ.) της Ρωσικής Ομοσπονδίας και παλαιά πρωτεύουσα της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Χτισμένη στον Φινικό κόλπο (Βαλτική θάλασσα), στο δέλτα των… … Dictionary of Greek
άγια λείψανα — Λείψανα αγίων, κυρίως οστά ή διατηρημένα σώματα, αλλά και αντικείμενα που έχουν άμεση σχέση με τη ζωή τους. Από τους πρώτους κιόλας χριστιανικούς αιώνες, οι πιστοί έδειχναν ιδιαίτερο σεβασμό προς τα ά.λ., στα οποία μάλιστα απέδιδαν θαυματουργικές … Dictionary of Greek
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
αρχιερέας — Εκείνος που έχει το αξίωμα του επισκόπου ή του μητροπολίτη ή του πατριάρχη. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άρχω και το ουσιαστικό ιερέας. Στην αρχαιότητα, α. ήταν τίτλος που απένεμαν αρχικά στους ιερείς και στις ιέρειες των σατραπειών του οίκου… … Dictionary of Greek
Κιβωτός της Διαθήκης — Ιερό σκεύος των Εβραίων κατά την αρχαιότητα, που αναφέρεται και ως κιβωτός του Μαρτυρίου. Επρόκειτο για ένα κιβώτιο από ξύλο ακακίας, μήκους περίπου 1,10 μ., πλάτους 0,67 μ. και ύψους 0,67 μ. Ήταν επενδεδυμένο με χρυσό και στην κορυφή έφερε… … Dictionary of Greek
Yahweh — For information about Yahweh, see God in Abrahamic religions, which provides useful links. Yahweh is an English transliteration of he. יַהְוֶה a 19th century proposed punctuation of he. יהוה (the Tetragrammaton), which is the distinctive personal … Wikipedia
Tetragrammaton — For other uses, see Tetragrammaton (disambiguation). YHWH redirects here. For discussion of the God of Israel as described in the Hebrew Bible, and the Yahweh of ancient Semitic religion, see Yahweh. The Mesha Stele bears the earliest known… … Wikipedia
ιλαστήριος — α, ο (ΑΜ ἱλαστήριος, ον θηλ. και ία) [ιλάσκομαι] 1. εξιλαστήριος, εξιλαστικός, εξευμενιστικός 2. το ουδ. ως ουσ. ιλαστήριο(ν) (ενν. ανάθημα) κάτι που προσφέρεται προς εξιλέωση, μέσο εξιλασμού αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱλαστήριον το κάλυμμα τής… … Dictionary of Greek